- πνευμονοκύστη
- η, Ν(μκρβλ.) γένος πρωτοζώων, με αντιπροσωπευτικό είδος το Pneumocystis carinii, που προκαλεί την πνευμονοκύστωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumocystis (< πνεύμων, -ονος + κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… … Dictionary of Greek